- Τύχαισιν
- Τύχηactfem dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τύχαισιν — τύχη act fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεγχαίνω — (Α) περιγελώ κάποιον, χάσκοντας, δηλ. με ανοιχτό στόμα («κατεγχάνοι ταῑς ἐμαῑς τύχαισιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + *ἐγ χαίνω «χάσκω» (υποχωρητικός σχηματισμός < εγχαν εῖν απρμφ. αορ. τού ρ. ἐγ χάσκω, κατά το σχήμα μαρανεῖν:… … Dictionary of Greek